Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Οι θεοί του Ολύμπου ήταν αιγυπτιακοί και όχι ελληνικοί

Μαρτυρία #1: Ηρόδοτος

Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος (περ. 484 - περ. 430 π.Χ.) γράφει:

α) «Τα ονόματα όλων σχεδόν των θεών ήρθαν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Ξέρω από τις έρευνες που έκανα ότι ήρθαν απ' έξω και συγκεκριμένα από την Αίγυπτο, διότι τα ονόματα αυτά ήταν γνωστά στους Αιγυπτίους από τα βάθη των αιώνων»[1].

Ηρόδοτος δεν εννοεί βέβαια ότι τα ίδια τα ονόματα των θεών του Ελληνικού πανθέου ήρθαν από την Αίγυπτο (γνωρίζει τη διαφορά στις ονομασίες τους, π.χ. Άμμων και Ζευς), αλλά ότι οι Ελληνικοί θεοί προσδιορίστηκαν και η λατρεία τους εγκαθιδρύθηκε και καθορίστηκε με βάση τους Αιγυπτιακούς[2].

Η ομολογία ότι οι νεοπαγανιστές λατρεύουν όχι τον ελληνικό, αλλά τον αιγυπτιακό πολιτισμό, μας οδηγεί στην ιδέα να τους προτείνουμε στις διαδικτυακές συζητήσεις, να πάνε να μείνουν στην Αίγυπτο και παρέα με τους αιγύπτιους να χαίρονται την εντελώς ξένη για την Ελλάδα ειδωλολατρική τους θρησκεία!


Μαρτυρία #2: Ηρόδοτος

Επίσης, σε άλλο σημείο ο Ηρόδοτος συμπληρώνει:

«… σχετικά με τις μυστικές τελετουργίες της Δήμητρας, τις οποίες οι Έλληνες αποκαλούν Θεσμοφόρια […] ήταν οι κόρες του Δαναού που έφεραν αυτή την τελετή από την Αίγυπτο και δίδαξαν τις Πελάσγιες γυναίκες πώς να την εκτελούν»[3].


Μαρτυρία #3: Ηρόδοτος

Επιπλέον, ο Έλληνας ιστορικός μας βεβαιώνει τα εξής για τις Διονυσιακές τελετές (τις θυσίες προς τιμήν του, το έθιμο της φαλλικής λιτανείας κ.λπ.):

«Δεν θα παραδεχτώ ποτέ ότι οι παρόμοιες τελετές που οργανώνονται στην Ελλάδα και την Αίγυπτο είναι το αποτέλεσμα απλής σύμπτωσης - αν αλήθευε αυτό, οι τελετές μας θα είχαν Ελληνικό χαρακτήρα και δεν θα είχαν εισαχθεί πρόσφατα στην Ελλάδα. Ούτε θα δεχτώ ποτέ ότι οι Αιγύπτιοι πήραν από τους Έλληνες αυτό ή οποιοδήποτε άλλο έθιμό τους»[4].

Φανταστείτε: ο ίδιος ο Ηρόδοτος ομολογεί ότι οι τελετές αυτές δεν είχαν ούτε καν ελληνικό χαρακτήρα!


Μαρτυρία #4: Εκαταίος Αβδηρίτης και Διόδωρος Σικελιώτης

Όπως και ο Ηρόδοτος, την εισαγωγή θεοτήτων από την Αίγυπτο, επιβεβαιώνει και ο Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αι. π.Χ.) για τον οποίο μάλιστα γνωρίζουμε πως βρίσκεται σε συμφωνία με τον «Εκαταίο τον Αβδηρίτη, που επισκέφτηκε την Αίγυπτο στις αρχές του τρίτου προ Χριστού αιώνα»[5].

Άρα, ο Διόδωρος αποδέχεται και επιβεβαιώνει μια μαρτυρία δύο αιώνες αρχαιότερη, σύμφωνα με την οποία:

«… από την Αίγυπτο πήραν όλες τις γνώσεις για τις οποίες θαυμάστηκαν από τους Έλληνες. Ο Ορφέας, για παράδειγμα, πήρε από την Αίγυπτο τις περισσότερες από τις μυστικές τελετουργίες, τις οργιαστικές τελετές που συνοδεύουν τις περιπλανήσεις του και τη μυθική παράδοση για τις εμπειρίες του στον Άδη. Γιατί η λατρεία του Όσιρι είναι ίδια μ’ εκείνη του Διονύσου, ενώ της Ίσιδος είναι πανομοιότυπη με την αντίστοιχη της Δήμητρας και μόνο τα ονόματα έχουν αλλάξει»[6].

Είναι ντροπιαστικό, ότι οι νεοπαγανιστές θέλουν να μας επιβάλλουν ως δήθεν ελληνική, μια εντελώς ξένη θρησκεία την οποία οι πρόγονοί μας εισήγαγαν αυτούσια από την Αίγυπτο!


Μαρτυρία #5: Εκαταίος Αβδηρίτης και Διόδωρος Σικελιώτης

Επίσης, οι δύο ιστορικοί συμφωνούν μαζί με τον Ηρόδοτο για την εισαγωγή των πρωτόγονων διονυσιακών τελετών:

«… οι Έλληνες, παίρνοντας από την Αίγυπτο τα όργια και τις εορτές του Διονύσου, τιμούν το γεννητικό μόριο τόσο στα μυστήρια τους όσο και στις τελετουργίες και θυσίες προς τιμήν του θεού και το ονομάζουν φαλλό»[7].

Για άλλη μια φορά αξίζουν «συγχαρητήρια» στους νέο-ειδωλολάτρες και στον Θόδωρο Μαραγκό που έφτιαξε ολόκληρο ντοκιμαντέρ για να υμνήσει τις τόσο «λεπτεπίλεπτες» και «διακριτικές» τελετουργίες όπως αυτή, κατά την οποία θα πρέπει να φανταστούμε τους πρόγονούς μας να προσκυνούν με υψωμένα τα χέρια έναν… ορθωμένο φαλλό-τοτέμ σαν ιθαγενείς πρωτόγονης φυλής! Έ-λ-ε-ο-ς!


Μαρτυρία #6: Σχόλιο στα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου Ροδίου

Μια ακόμη σημαντική πληροφορία προκύπτει από σχόλιο στα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου Ροδίου (IV, 257-262c) το οποίο ξεκάθαρα αναφέρεται σε δώδεκα [ιβ] θεούς της Αιγύπτου ως προστάτες των ζωδιακών συμβόλων[8]:

«Ίππυς δε τους Αιγυπτίους πρώτους γεγενήσθαι στοχάζεται εκ της του αέρος κράσεως και εκ του γονιμώτατον είναι το του Νείλου ύδωρ. γεγονέναι δε αυτούς φησιν ο Απολλώνιος προ του πάντα τα άστρα φανήναι. καθό την τε φύσιν κατανοήσαι αυτών δοκούσι και τα ονόματα θείναι, και τα μεν ιβ [12] ζώδια θεούς βουλαίους προσηγόρευον»[9].

Βεβαίως, η επιρροή αυτή από την Αίγυπτο συνεχίστηκε και κατά την ελληνιστική εποχή. Γνωρίζουμε ότι η ελληνιστική θεότητα του Ερμή του Τρισμέγιστου «προέκυψε από τη μεταφορά στην ελληνική Θρησκεία του αιγυπτιακού Θεού Θωθ […] Με την εγκαθίδρυση της δυναστείας των Πτολεμαίων, Έλληνες έποικοι εγκαταστάθηκαν μεταξύ άλλων και στην ιερή πόλη του Θωθ. Από αυτόν τον ελληνικό πυρήνα και από την συγκρητιστική τάση της εποχής προέκυψε η ταύτιση του Ερμή και του Θωθ. Σε όστρακο που χρονολογείται από τον 2ο αι. π.Χ. ιερέας του Θωθ τον αναφέρει ως Τρισμέγιστο. Η ονομασία του αυτή ήταν φυσικό να αποδοθεί και στον αντικαταστάτη του, τον Ερμή […] Την εποχή λοιπόν των Πτολεμαίων μεταφράζονται τα ιερά αιγυπτιακά κείμενα του Τρισμέγιστου Θωθ ως Τρισμέγιστου Ερμή πλέον»[10].

Μάλιστα, η αιγυπτιολατρεία είναι προφανής ακόμα και στις πιο «κατώτερες» θρησκευτικές της εκδηλώσεις, καθώς στην Αιγυπτιακή θρησκεία συνυπήρχαν ο ανθρωπομορφισμός και η αντίληψη για θεούς με μορφές ζώων. Οι πρόγονοί μας λοιπόν ήταν κανονικότατα παγανιστικά «πρόβατα» της αιγυπτιολατρείας, αφού τα απομεινάρια ακόμα και ζωόμορφων δανείων είναι υπαρκτά στην δήθεν «ελληνική πατρώα θρησκεία»:


1) Σύνδεση του Διόνυσου με μορφή ζώου μας αναφέρει ο Πλούταρχος (50-120 μ.Χ.):

«Γιατί οι γυναίκες των Ηλείων, όταν ψάλλουν ύμνους στον Διόνυσο, τον παρακαλούν να έρθει σ’ αυτές με πόδι ταύρου; Ο ύμνος έχει ως εξής:

Έλα, ήρωα Διόνυσε, / στον ιερό ναό των Ηλείων, / μαζί με τις Χάριτες, / στον ναό, με το ταυρίσιο πόδι σου, σπεύδοντας.

Μετά τραγουδούν δυο φορές: ‘’Άξιε ταύρε’’»[11].


2) Αλλά και ο Όμηρος, ενδεχομένως να μας έχει παραδώσει ίχνη ζωόμορφων χαρακτηριστικών για τη θεά Ήρα, με μια φράση την οποία επαναλαμβάνει στην Ιλιάδα 14 φορές: «βοώπις πότνια Ήρη» (βοώπις= η έχουσα οφθαλμούς βοός, η βοϊδομάτα).


3) Ο Arthur Bernard Cook, στο εκτενές κεφάλαιο «Ο Δίας ως ταύρος» παραθέτει παράσταση ενός Διός Ολβίου με κέρατα ταύρου σε στήλη της Αυτοκρατορικής εποχής (1ος αι. μ.Χ.) από τα περίχωρα της Κυζίκου[12].


4) Επίσης, η μυθική θεότητα Εκάτη, εμφανίζεται συχνά με τη μορφή διάφορων ζώων, όπως άλογο, σκύλος, λύκος κ.λπ[13].


5) Γνωστότατος είναι και ο τραγόμορφος θεός Πάνας που περιγράφεται με κέρατα, σώμα τριχωτό, κάτω άκρα τράγου και πόδια με σχιστή οπλή[14]. Μάλιστα, ο Ηρόδοτος γράφει: «Στην Ελλάδα, ο Ηρακλής, ο Διόνυσος κι ο Πάνας θεωρούνται οι νεότεροι θεοί. Στην Αίγυπτο, αντίθετα, ο Πάνας είναι πολύ αρχαίος…»[15].





Σημειώσεις

[1] Στο πρωτότυπο: «Σχεδόν δε και πάντων τα ουνόματα των θεών εξ Αιγύπτου ελήλυθε ες την Ελλάδα. Διότι μεν γαρ εκ των βαρβάρων ήκει, πυνθανόμενος ούτω ευρίσκω εόν. Δοκέω δ’ ων μάλιστα απ’ Αίγυπτον απίχθαι» (Ηρόδοτος, «Ιστορίαι» 2,50). Η μετάφραση από το Ηρόδοτος, «Ιστορία #2. Ευτέρπη» (σειρά «Οι Έλληνες» #45), Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 101.
[2] Βλ. Σχόλια στο Ηρόδοτος, «Ιστορία #2. Ευτέρπη», ό.π., σελ. 270-271, σημ. #81.
[3] Στο πρωτότυπο: «Και της Δήμητρος τελετής περί, την οι Έλληνες Θεσμοφόρια καλέουσι […] αι Δαναού θυγατέρες ήσαν αι την τελετήν ταύτην εξ Αιγύπτου εξαγαγούσαι και διδάξασαι τας Πελασγιώτιδας γυναίκας» (Ηρόδοτος, «Ιστορίαι» 2,171). Η μετάφραση από το Ηρόδοτος, «Ιστορία #2. Ευτέρπη», ό.π., σελ. 245.
[4] Στο πρωτότυπο: «Ου γαρ δη συμπεσείν γε φήσω τα τε εν Αιγύπτω ποιεύμενα τω θεώ και τα εν τοίσι Έλλησι. ομότροπα γαρ αν ην τοίσι Έλλησι και ου νεωστί εσηγμένα. Ου μεν ουδέ φήσω όκως Αιγύπτιοι παρ’ Ελλήνων έλαβον ή τούτο ή άλλο κου τι νόμαιον» (Ηρόδοτος, «Ιστορίαι» 2,49). Η μετάφραση από το Ηρόδοτος, «Ιστορία #2. Ευτέρπη», ό.π., σελ. 99.
[5] Βλ. εισαγωγή στο Διόδωρος Σικελιώτης, «Άπαντα 1 (Βιβλιοθήκης ιστορικής, Βίβλος πρώτη)», Κάκτος, Αθήνα 1997, σελ. 22.
[6] Στο πρωτότυπο: «εξ Αιγύπτου μετενηνέχθαι πάντα δι’ ων παρά τοις Έλλησιν εθαυμάσθησαν. Ορφέα μεν γαρ των μυστικών τελετών τα πλείστα και τα περί την εαυτού πλάνην οργια ζόμενα και την των εν άδου μυθοποιίαν απενέγκασθαι. την μεν γαρ Οσίριδος τελετήν τη Διονύσου την αυτήν είναι, την δε της Ίσιδος τη της Δήμη τρος ομοιοτάτην υπάρχειν, των ονομάτων μόνων ενηλλαγμένων» (Διόδωρος Σικελιώτης, «Βιβλιοθήκη ιστορική» 1,95). Η μετάφραση από το Διόδωρος Σικελιώτης, «Άπαντα 1…», ό.π., σελ. 271-273.
[7] Στο πρωτότυπο: «Διό και τους Έλληνας, εξ Αιγύπτου παρειληφότας τα περί τους οργιασμούς και τας Διονυσιακάς εορτάς, τιμάν τούτο το μόριον εν τε τοις μυστηρίοις και ταις του θεού τούτου τελεταίς τε και θυσίαις, ονομάζοντας αυτό φαλλόν» (Διόδωρος Σικελιώτης, «Βιβλιοθήκη ιστορική» 1,22). Η μετάφραση από το Διόδωρος Σικελιώτης, «Άπαντα 1…», ό.π., σελ. 81.
[8] Charlotte R. Long, «The twelve gods of Greece and Rome», E.J. Brill, New York 1987, σελ. 150: «A scholion on Apollonius Rhodius’ Argonautica […] refers to the Twelve Gods (of Egypt) as protectors of the zodiac signs».
[9] C. Wendel, «Scholia in Apollonium Rhodium Vetera» Berlin 1935, σελ. 274.
[10] Βλ. Εισαγωγή στο Ερμής Τρισμέγιστος, Άπαντα, τόμ. 4, «Μαγικά - Κυρανίδες», εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2001, σελ. 810-812.
[11] Στο πρωτότυπο: «Διά τι τον Διόνυσον αι των Ηλείων γυναίκες υμνούσαι παρακαλούσι βοέω πόδι παραγίνεσθαι προς αυτάς; έχει δ’ όντως ο ύμνος Ελθείν, ήρω Διόνυσε, / Αλείων ες ναόν / αγνόν συν Χαρίτεσσιν. / ες ναόν τω βοέω ποδι θύων. είτα δις επάδουσιν ‘’άξιε ταύρε’’» (Πλούταρχος, «Αίτια Ελληνικά» 299b). Η μετάφραση από το Πλούταρχος, «Ηθικά», τόμ. 8 (σειρά «Οι Έλληνες» #350), Κάκτος, Αθήνα 1995, σελ. 207.209.
[12] Βλ. Arthur Bernard Cook, «Zeus: A Study in Ancient Religion», Vol. 3, part 1, Cambridge University Press 1940, σελ. 629 (fig. 427). Βλ. και στο διαδίκτυο ΕΔΩ [17/6/2012].
[13] Βλ. Grimal Pierre, «Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 192α.
[14] Βλ. Grimal Pierre, «Λεξικό …», ό.π., σελ. 529β.
[15] Στο πρωτότυπο: «Εν Έλλησι μεν νυν νεώτατοι των θεών νομίζονται είναι Ηρακλέης τε και Διόνυσος και Παν, παρ’ Αιγυπτίοισι δε Παν μεν αρχαιότατος…» (Ηρόδοτος, «Ιστορίαι» 2,145). Η μετάφραση από το Ηρόδοτος, «Ιστορία #2. Ευτέρπη», ό.π., σελ. 213.

Η ξένη προέλευση τών αρχαιοελληνικών "θεών" κατά τον Ηρόδοτο

Ο Έλληνας ιστοριογράφος Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς, γράφοντας τον 5ο αιώνα π.Χ., υποστηρίζει ότι η θρησκεία των Ελλήνων της εποχής του προήλθε απ' την Αίγυπτο. Ασφαλώς δεν είναι "σιωνιστής", αλλά Έλληνας ειδωλολάτρης. Αν και το έργο του περιέχει μερικές ανακρίβειες και αναλήθειες, αποκαλείται "ο πατέρας της ιστορίας" λόγω της αντικειμενικότητας και της συστηματικής έρευνάς του.

Ιστορίαι Β' 4: «...Δώδεκά τε θεών επωνυμίας έλεγον πρώτους Αιγυπτίους νομίσαι και Έλληνας παρά σφέων αναλαβείν, βωμούς τε και αγάλματα και νηούς θεοίσι απονείμαι σφέας πρώτους και ζώα εν λίθοισι εγγλύψαι...»


Δηλαδή: "Λένε επίσης ότι πρώτοι οι Αιγύπτιοι δημιούργησαν τα ονόματα των δώδεκα θεών τα οποία υιοθέτησαν οι Έλληνες και ότι ήταν οι πρώτοι που ίδρυσαν βωμούς, αγάλματα και ναούς προς τιμήν των θεών και χάραξαν μορφές πάνω σε πέτρα".


Ιστορίαι Β' 50: «Σχεδόν δε και πάντων τα ουνόματα των θεών εξ Αιγύπτου ελήλυθε ες Ελλάδα. Διότι μεν γαρ εκ των βαρβάρων ήκει, πυνθανόμενος ούτω ευρίσκω εόν· δοκέω δ'ων μάλιστα απ' Αιγύπτου απίχθαι. Ότι γαρ δη μη Ποσειδεώνος και Διοσκούρων, ως και πρότερόν μοι ταύτα είρηται, και Ήρης και Ιστίης και Θέμιος και Χαρίτων και Νηρηίδων, των άλλων θεών Αιγυπτίοισι αιεί κοτε τα ουνόματα εστι εν τη χώρη. Λέγω δε τα λέγουσι αυτοί Αιγύπτιοι. Των δε ου φασι θεών γινώσκειν τα ουνόματα, ούτοι δε μοι δοκέουσι υπό Πελασγών ονομασθήναι, πλην Ποσειδώνος. Τούτον δε τον θεόν παρά Λιβύων επύθοντο· ουδαμοί γαρ απ' αρχής Ποσειδεωνος ουνομα έκτηνται ει μη Λίβυες, και τιμώσι τον θεόν τουτον αιεί. Νομίζουσι δ'ων Αιγύπτιοι ουδ' ήρωσι ουδε».


Δηλαδή: "Τα ονόματα όλων σχεδόν των θεών ήρθαν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο [Ο Ηρόδοτος δεν εννοεί βέβαια ότι τα ίδια τα ονόματα των θεών του Ελληνικού πανθέου ήρθαν από την Αίγυπτο (γνωρίζει τη διαφορά στις ονομασίες τους, π.χ. Άμμων και Ζευς, Β 42), αλλά επειδή το όνομα αντιπροσωπεύει το σημαινόμενο, ότι οι ελληνικοί θεοί προσδιορίστηκαν και η λατρεία τους εγκαθιδρύθηκε και καθορίστηκε με βάση τους Αιγυπτιακούς]. Ξέρω από τις έρευνες που έκανα ότι ήρθαν απ' έξω και συγκεκριμένα από την Αίγυπτο, διότι τα ονόματα αυτά ήταν γνωστά στους Αιγύπτιους από τα βάθη των αιώνων με μόνες εξαιρέσεις, όπως είπα ήδη τα ονόματα του Ποσειδώνα και των Διόσκουρων [Ο Ποσειδών και οι Διόσκουροι ήταν προστάτες των ναυτικών. Οι Αιγύπτιοι όμως μισούσαν τη θάλασσα, οπότε δεν είχαν θαλάσσιες θεότητες] καθώς και της Ήρας, της Εστίας, της Θέμιδας, των Χαρίτων και των Νηρηίδων. Έχω την μαρτυρία των ίδιων των Αιγυπτίων γι' αυτό. Πιστεύω ότι οι θεοί, τους οποίους ισχυρίζονται ότι δεν γνωρίζουν, πήραν τα ονόματα τους από τους Πελασγούς [Εδώ πρόκειται για τους Πελασγούς που μετανάστευσαν αργότερα στη Αττική (βλ. Α 57) και όχι για τους πρώτους κατοίκους του ελληνικού χώρου με αυτό το όνομα], εκτός από τον Ποσειδώνα, τον οποίο έμαθαν από τους Λίβυους. Γιατί οι Λίβυοι είναι ο μόνος λαός που γνώριζε ανέκαθεν το όνομα του Ποσειδώνα και τον λάτρευε από την αρχαιότητα. Οι ήρωες δεν έχουν θέση στη θρησκεία των Αιγυπτίων".


Ιστορίαι Β' 52: «Έθυον δε πάντα πρότερον οι Πελασγοί θεοίσι επευχόμενοι, ως εγώ εν Δωδώνη οίδα ακουσας, επωνυμίην δε ουδ' ουνομα εποιεύντο ουδενί αυτων· ου γαρ ακηκόεσάν κω. Θεους δε προσωνόμασάν σφεας από του τοιούτου ότι κόσμω θέντες τα πάντα πρήγματα και πάσας νομάς είχον. Έπειτε δε χρόνου πολλού διεξελθόντος επύθοντο εκ της Αιγύπτου απικόμενα τα ουνόματα των θεών των άλλων, Διονύσου δε ύστερον πολλώ επύθοντο· και μετά χρόνον εχρηστηριάζοντο περί των ουνομάτων εν Δωδώνη· το γαρ δη μαντηιον τουτο νενόμισται αρχαιότατον των εν Έλλησι χρηστηρίων είναι, και ην τον χρόνον τουτον μουνον. Επεί ων εχρηστηριάζοντο εν τη Δωδώνη οι Πελασγοί ει ανέλωνται τα ουνόματα τα από των βαρβάρων ήκοντα, ανείλε το μαντηιον χράσθαι. Από μεν δη τούτου του χρόνου έθυον τοίσι ουνόμασι των θεών χρεώμενοι· παρά δε Πελασγών Έλληνες εδεξαντο ύστερον».


Δηλαδή: "Πιο παλιά, όπως πληροφορήθηκα στη Δωδώνη, οι Πελασγοί πρόσφεραν θυσίες κάθε είδους και προσεύχονταν στους θεούς χωρίς όμως να τους δίνουν ονόματα ή τίτλους, αφού δεν είχαν ακούσει ακόμα κάτι τέτοιο. Τους αποκαλούσαν με την ελληνική λέξη "θεοί" επειδή αυτοί "έθεσαν" και τακτοποίησαν τα πάντα με την πρέπουσα τάξη και επίσης αυτοί κυβερνούσαν. Τα ονόματα των θεών έφτασαν πολύ αργότερα στην Ελλάδα από την Αίγυπτο κι έτσι τα έμαθαν οι Πελασγοί, με εξαίρεση αυτό του Διονύσου, τον οποίο γνώρισαν πολύ αργότερα· εκείνη την εποχή, λοιπόν, έστειλαν αντιπροσώπους στο μαντείο της Δωδώνης (το αρχαιότερο, και εκείνη την εποχή, μοναδικό μαντείο στην Ελλάδα) να ρωτήσουν πόσο ήταν σωστό να υιοθετήσουν βαρβαρικά στη χώρα ονόματα. Το μαντείο απάντησε ότι μπορούσαν να τα χρησιμοποιούν. Κατά συνέπεια, από εκείνη την εποχή και ύστερα, οι Πελασγοί άρχισαν να επικαλούνται τους θεούς στις θυσίες, και από αυτούς πήραν τα ονόματα όλοι οι Έλληνες".


Ιστορίαι Β' 53: «Όθεν δε εγένετο έκαστος των θεών, είτε δη αιεί ήσαν πάντες, οκοίοί τε τινες τα είδεα, ουκ ηπιστέατο μέχρι ου πρώην τε και χθές ως ειπείν λόγω. Ησίοδον γαρ και Όμηρον ηλικίην τετρακοσίοισι έτσι δοκέω μέο πρεσβυτέρους γενέσθαι και ου πλέοσι· ουτοι δε εισι οι ποιήσαντες θεογονίην Έλλησι και τοίσι θεοίσι τας επωνυμίας δόντες και τιμάς τε και τέχνας διελόντες και είδεα αυτών σημηναντες· οι δε πρότερον ποιηταί λεγόμενοι τούτων των ανδρών γενέσθαι ύστερον, έμοιγε δοκέειν, εγένοντο. Τούτων τα μεν πρώτα αι Δωδωνίδες ιρήιαι λέγουσι, τα δε ύστερα τα ες Ησίοδον τε και Όμηρον έχοντα εγώ λέγω».


Δηλαδη: "Όμως ήταν, αν μπορώ να το θέσω έτσι, μόλις χθες που οι έλληνες έμαθαν για τη προέλευση και τη μορφή των διαφόρων θεών κι αν υπήρχαν ή όχι ανέκαθεν· γιατί ο Όμηρος και ο Ησίοδος, οι ποιητές που δημιούργησαν τη θεογονία και περιέγραψαν τους θεούς, αποδίδοντας σε αυτούς σωστά τους τίτλους, τις τιμές προς αυτούς και τις ασχολίες τους, έζησαν, πιστεύω, περίπου τετρακόσια χρόνια πριν από εμάς [γύρω στον 9ο αιώνα π.Χ.]. Όσο για τους ποιητές, που λέγεται ότι προηγήθηκαν, στη πραγματικότητα, πιστεύω, ήταν μεταγενέστεροι [Για παράδειγμα ο Ορφέας, ο Μουσαίος, ο Λίνος]. Για το πρώτο μέρος της αναφοράς μου σε αυτά τα θέματα, βασίζομαι στα λόγια της ιέρειας της Δωδώνης και για το δεύτερο μέρος, που αφορά στον Όμηρο και τον Ησίοδο, προβάλλω τις προσωπικές μου γνώμες".


Ιστορίαι Β' 58: «Πανηγύρις δε άρα και πομπάς και προσαγωγάς πρώτοι ανθρώπων Αιγύπτιοι εισι οι ποιησάμενοι, και παρά τούτων Έλληνες μεμαθήκασι. Τεκμήριον δε μοι τούτου τόδε· αι μεν γαρ φαίνονται εκ πολλού τεο χρόνου ποιεύμεναι, αι δε Ελληνικαί νεωστί εποιήθησαν».


Δηλαδή: "Επιπλέον, οι Αιγύπτιοι επινόησαν και δίδαξαν στους Έλληνες τις λατρευτικές συγκεντρώσεις, τις λιτανείες και τις λειτουργίες, γεγονός που αποδεικνύεται από την αδιαφιλονίκητη αρχαιότητα τέτοιων τελετών στην Αίγυπτο σε σύγκριση με την Ελλάδα, όπου εισήχθησαν μόλις πρόσφατα".


Όντως η ελληνική θεολογία και λατρεία από την εποχή του Ομήρου και μετά δεν είναι η αυθεντική μυκηναϊκή... Πολλοί καινούργιοι θεοί εφευρέθηκαν αργότερα με πρότυπα ξένους θεούς. Τέτοια παραδείγματα είναι ο Παν(αντιγραφή παλαιότερων αιγυπτίων ζωόμορφων θεοτήτων), ο Σέραπις(ελληνιστικό μείγμα αιγυπτίων θεών με έλληνες) και ο Ερμάνουβης(ελληνιστικό μείγμα του αιγύπτιου Άνουβη με τον έλληνα Ερμή). Όμως οι έλληνες πρόσθεσαν και αρκετά ξένα θρησκευτικά έθιμα στη λατρεία τους, όπως η ιερή πορνεία. Την εποχή του Ηροδότου η εκπόρνευση γυναικών για θρησκευτικούς λόγους γινόταν στην Βαβυλώνα(Ιστορίαι Α' 199), ενώ στην εποχή του Στράβωνος αυτό γινόταν και στην Ελλάδα(Γεωγραφικά C.535, C.537, C.559). Μήπως όμως θα έπρεπε να κλείσουμε τα μάτια στις αρχαίες πηγές και τα υπόλοιπα στοιχεία που διαθέτουμε, για να πιστέψουμε κάποιους νεοπαγανιστές που επιμένουν ότι είναι (οι μόνοι!) αληθινοί έλληνες;;;

Για να μην λένε κάποιοι ανιστόρητοι αρχαιοελληνοεθνικόπληκτοι Νεοπαγανιστές ότι οι Έλληνες έφεραν τη θρησκεία τους πριν από χιλιάδες χρόνια από το ...Σείριο!!!

Φρικαλεότητες στους εμφυλίους της Aρχαίας Eλλάδος

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ πολεμικές συγκρούσεις, σε όλες τις μορφές τους, αποτελούν μέρος της στρατηγικής τέχνης, στην οποία επιδόθηκαν οι αρχαίοι Έλληνες από τα προϊστορικά χρόνια. Τα αρχαιότερα οχυρωματικά έργα επί του ευρωπαϊκού εδάφους, που έγιναν στις ακροπόλεις του Σέσκλου και του Δημινίου στο τέλος της 5ης χιλιετίας π.Χ., μαρτυρούν και τις αρχαιότερες τακτικές συγκρούσεις στον θεσσαλικό χώρο. Παρόμοια οχυρωματικά έργα της 4ης χιλιετίας π.Χ. ανακαλύφθηκαν και στα νησιά του Αιγαίου. Συγκεκριμένα στοιχεία για την ταυτότητα των αντιπάλων στις συγκρούσεις αυτές δεν υπάρχουν. Ωστόσο, η αντιπαράθεση των πρώτων ελληνικών φύλων θα πρέπει να αναζητηθεί στο τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Η περίοδος αυτή, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, χαρακτηρίζεται από την κάθοδο ελληνόγλωσσων φύλων προς την κεντρική και τη νότια Ελλάδα. Ο προσδιορισμός και η ταύτιση του νέου φυλετικού στοιχείου με τους «Έλληνες» είναι, φυσικά, υποθετική, εν μέρει, αφού δεν υπάρχουν τόσο πρώιμα γραπτά μνημεία, ούτε η δυνατότητα να προσδιοριστούν αρχαιολογικά και να απομονωθούν τα πολιτιστικά στοιχεία που θα αποδοθούν σε αυτούς τους «Έλληνες». Ωστόσο η ανάγνωση της Γραμμικής Β’ γραφής αποδεικνύει την ελληνικότητα των δημιουργών του Μεσοελλαδικού Πολιτισμού.

Κατά τον καθηγητή Δημήτρη Θεοχάρη, «θεσσαλικά» φύλα επιχείρησαν κάθοδο προς τα νότια, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια. Ο όρος «θεσσαλικά» εναρμονίζεται προς τον παραδοσιακό ρόλο της Θεσσαλίας ως «κοιτίδας του Ελληνισμού», ως χώρου δηλαδή όπου εντοπίζεται η ελληνική κοσμογονία και θεογονία. Πράγματι, αν η θεσσαλική λεκάνη δεν ήταν ο ιδεώδης χώρος για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη ενός λαού, δεν ξέρουμε πού θα μπορούσε να αναζητηθεί προσφορότερη κοιτίδα.

Η ιστορική παρουσία Ελλήνων ή ελληνόγλωσσων φύλων από τη Θεσσαλία ήταν διαδεδομένη πολύ πριν από την αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής γραφής και την πιστοποίηση της ελληνικότητάς της. Βασιζόταν κυρίως στην πεποίθηση που διαμορφώθηκε για την ελληνικότητα του μυκηναϊκού πολιτισμού και τη σχέση της, τόσο με τις φιλολογικές αναφορές για τη συγγένεια του μινυακού με τον μυκηναϊκό κόσμο όσο με την αρχαιολογική τεκμηρίωση της ομαλής πολιτιστικής συνέχειας. Μια τέτοια ιστορική κάθοδος ήταν εκείνη των Νειληδών, κατά την οποία ο πατέρας του Νέστορα Νηλέας εγκαταστάθηκε στη Μεσσηνία, όταν νικήθηκε στην εμφύλια σύρραξη που είχε με τον αδελφό του Πελία1.

Η περίοδος αυτή, αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη σειρά συγκρούσεων μεταξύ των ελληνικών φύλων. Στη θάλασσα αναφέρονται οι ναυτικές συγκρούσεις που έγιναν μεταξύ των Μινωιτών και των πειρατών που λυμαίνονταν το Αρχιπέλαγος, μέχρι που οι Μινωίτες τους εκτόπισαν και εγκαταστάθηκαν στις αποικίες που ίδρυσαν εκεί. Οι ίδιοι εισέβαλαν στην Αττική, μετά τη δολοφονία του γιου του Μίνωα Ανδρόγεω, κατέλαβαν τα Μέγαρα και την γύρω περιοχή και πολιόρκησαν την Αθήνα για πολλά χρόνια χωρίς να την κυριεύσουν. Επίσης, βίαια εισβολή και πυρπόληση αναφέρεται ότι έφερε το τέλος και στoν προϊστορικό οικισμό της Λέρνας. Οι εστίες των συγκρούσεων ήταν πάρα πολλές και συχνές. Ενδεικτικά αναφέρονται τα συμπεράσματα του καθηγητή της κλασικής αρχαιολογίας Χανς Βάλτερ, που έκανε τις ανασκαφές στον προϊστορικό οικισμό της Αίγινας. Ο χώρος αυτός αριθμεί έντεκα διαδοχικούς οικισμούς, με αντίστοιχα οχυρωματικά έργα, στη σημερινή θέση Κολώνα, έκτασης 6.400 τετραγωνικών μέτρων. Οι κάτοικοι έχτιζαν κάθε νέο οικισμό πάνω στα χαλάσματα του προηγούμενου, ανακαινίζοντας κάθε τόσο τις αμυντικές κατασκευές τους, χωρίς όμως να εγκαταλείπουν την αρχική θέση τους. Μάλιστα δεν κατεδάφιζαν τα παλιά τείχη, παρά έχτιζαν νέα μπρος και πίσω από αυτά, ισχυροποιώντας τα έτσι πιο πολύ. Τα σημερινά ερείπια παρουσιάζουν την εικόνα της συνεχόμενης εξέλιξης ενός περίπλοκου οχυρωματικού συστήματος, σε ένα χώρο που οι επιδρομές ήταν τρόπος ζωής.


Οι τρομοκράτες της Μυκηναϊκής εποχής

Μια δεύτερη κάθοδος περιθωριακών, ακραίων και επιθετικών ελληνικών φύλων, που έγινε στο τέλος του 12ου αιώνα π.Χ., κατέστρεψε οριστικά τον μυκηναϊκό πολιτισμό και προκάλεσε την περίοδο των «σκοτεινών αιώνων» (1150-750 π.Χ.).

Την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τις αποκρυπτογραφήσεις των πινακίδων της Πύλου, αναφέρονται συνεχόμενες πειρατικές επιδρομές στον Πατραϊκό Κόλπο και στις ακτές της Ηλείας, οι οποίες ανάγκασαν τους Μυκηναίους να δημιουργήσουν ειδικό σώμα ακτοφυλακής, για να αποκρούουν τους εισβολείς.

Οι Μυκηναίοι, με κέντρο την Αργολίδα, αλλά με περισσότερους πολιτικούς φορείς, καθώς και τοπικά ανάκτορα στη βορειοανατολική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο, τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία, αντιμετώπισαν προβλήματα τοπικών εμφυλίων συγκρούσεων και τρομοκρατίας. Στον κατάλογο των κυριοτέρων μυκηναϊκών χωριών αναφέρονται, γύρω στο 1220 π.Χ. δεκαέξι επίσημοι τρομοκράτες, εννιά στην «Εντεύθεν Επαρχία» και επτά στην «Εκείθεν Επαρχία» ή «Πέρα από τα Βουνά Επαρχία» (κοιλάδα του Παμίσου και πλαγιές του Ταϋγέτου). Ανάμεσα στους τρομοκράτες αυτούς συγκαταλέγεται και ο Ηρακλής, για τον οποίο γράφει σχετικά ο καθηγητής του ελληνικού πολιτισμού Πωλ Φωρ: «Όταν το έπος δηλώνει για τον “Εξοχότατο Δύναμη”, τον Ηρακλή, αποδεδειγμένο αρχηγό συμμορίας, ότι πίεζε σκληρά τους Ηλείους και ότι οι συναγωνιστές ή απόγονοί του Ηρακλείδες έδιωξαν τελικά τους Αχαιούς από τη γη τους, υπάρχει σε αυτό κάτι περισσότερο από ένας θρύλος. Είναι η πιθανή εξήγηση, με κάποιο είδος εμφυλίου πολέμου, του τέλους του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στις πινακίδες της Πύλου βλέπουμε σε ποια κατάσταση ανασφάλειας βρίσκονταν τα μικρά κράτη της Πελοποννήσου με παρόμοιους γείτονες. Στην πάλη των τακτικών στρατιωτών με τους αντάρτες, την τελευταία λέξη την είχαν οι δεύτεροι. Για να μιλήσουμε με όρους αγωνιστικούς, οι ερασιτέχνες νίκησαν τους επαγγελματίες».


Η αρχαιότερη καταστροφή της Θήβας

Στις εμφύλιες συγκρούσεις του 13ου αιώνα π.Χ. αναφέρονται οι αντιπαραθέσεις της Πύλου με την Αρκαδία και την Ήλιδα, της Αθήνας με την Ελευσίνα και της Θήβας με τον Ορχομενό. Μια άλλη σύγκρουση μεταξύ Θηβαίων και Πελοποννησίων υποκρύπτει τον ανταγωνισμό τους για την επικυριαρχία σε όλη τη μυκηναϊκή επικράτεια. Η σύγκρουση αυτή έληξε με την ολοσχερή καταστροφή και την οριστική εγκατάλειψη του ανακτόρου της Θήβας. Οι αρχαίοι είχαν διατηρήσει την ανάμνηση των δυο εκστρατειών των Πελοποννησίων που κατέληξαν στην εκπόρθηση της Θήβας, την εξόντωση της οικογένειας των Λαβδακιδών και την καταστροφή της πόλης, από την οποία έφυγαν όσοι κάτοικοι διασώθηκαν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ολοκαύτωμα και η διάλυση του θηβαϊκού κέντρου πρέπει να οφείλεται στην εμφύλια διαμάχη, που έφερε αντιμέτωπες τις δυο μεγάλες γειτονικές και, όπως φαίνεται, αντίζηλες ομοσπονδίες, την πελοποννησιακή, με κέντρο την Αργολίδα, και τη βοιωτική, που ήταν κάτω από την ηγεμονία των Θηβαίων. Στον πόλεμο αυτόν επικράτησαν οι Αργείοι.
Η παράδοση, όπως τη διέσωσε το γνωστό έπος «Θηβαΐς» και την παρουσιάζει ο Αισχύλος στο έργο του «Επτά επί Θήβας», αναφέρει ότι πρώτοι εισέβαλαν οι Αργείοι με τους επτά ηγέτες τους Πολυνείκη, Άδραστο, Αμφιάραο, Καπανέα, Παρθενόπαιο, Ιππομέδοντα και Τυδέα. Η δεύτερη εκστρατεία έγινε από τους Επιγόνους των πρώτων εισβολέων, Αλκμέωνα και Αμφίλοχο (του Αμφιάραου), Αιγιαλέα, Σθένελου, Πρόμαχου, Ευρύαλου, Θέρσανδρου και Διομήδη. Οι Αργείοι νίκησαν και η Θήβα καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Στη σύγκρουση έλαβαν μέρος Έλληνες σύμμαχοι και μισθοφόροι και από τις δυο παρατάξεις.


Η περιγραφή της εμφύλιας αυτής σύρραξης καταγράφηκε παραστατικά από τον Παυσανία: «Ο πόλεμος αυτός που έκαναν οι Αργείοι, νομίζω πως υπήρξε ο σπουδαιότερος από όλους τους πολέμους που έκαναν Έλληνες εναντίον Ελλήνων, την ηρωική εποχή. Στον πόλεμο των Αθηναίων Ελευσινίων εναντίον των υπολοίπων Αθηναίων, καθώς και των Θηβαίων εναντίον των Μινυών, οι εισβολείς δεν προέρχονταν από μακρινό τόπο και επιπλέον μία μόνο μάχη έκρινε τον πόλεμο, μετά την οποία επήλθε συμφωνία και έγινε ειρήνη. Ο στρατός των Αργείων όμως από το μέσον της Πελοποννήσου έφτασε στο μέσον της Βοιωτίας. Ο Άδραστος πήρε συμμάχους από την Αρκαδία και τη Μεσσηνία. Στους Θηβαίους ήρθαν μισθοφόροι από τη Φωκίδα καθώς και Φλεγύες από τη Μινυάδα. Η σύγκρουση έγινε στο Ισμήνιο (λόφο) και οι Θηβαίοι νικήθηκαν και κατέφυγαν στο τείχος. Οι Πελοποννήσιοι δεν ήξεραν πώς να αγωνιστούν κατά του τείχους κι έκαναν τις επιθέσεις μάλλον με οργή και όχι με τέχνη. Οι Θηβαίοι, βάλλοντας από το τείχος, σκότωσαν πολλούς από αυτούς. Μετά έκαναν επίθεση και νίκησαν και τους άλλους που βρίσκονταν σε αταξία. Έτσι όλος ο στρατός (των Αργείων) καταστράφηκε εκτός από το τμήμα του Αδράστου. Η σύγκρουση όμως τελείωσε με μεγάλες απώλειες και από την πλευρά των Θηβαίων, ώστε από τότε επικράτησε να ονομάζουν «καδμεία νίκη» εκείνη που κερδίζεται με καταστροφή και των νικητών. Μετά από λίγα χρόνια εισέβαλαν στη Θήβα (οι Αργείοι) με τον Θέρσανδρο, οι ονομαζόμενοι από τους Έλληνες Επίγονοι. Είναι φανερό ότι μαζί τους έλαβαν μέρος στην εκστρατεία όχι μόνο οι Αργείοι, οι Μεσσήνιοι και οι Αρκάδες, αλλά και οι Κορίνθιοι και οι Μεγαρείς, τους οποίους κάλεσαν σαν συμμάχους. Αλλά και τους Θηβαίους βοήθησαν οι γειτονικοί σύμμαχοί τους. Οι αντίπαλοι στρατοί συγκρούστηκαν με σφοδρότητα στον Γλίσαντα, όπου οι Θηβαίοι νικήθηκαν. Ορισμένοι με επικεφαλής τον Λαοδάμαντα ξέφυγαν από τη χώρα αμέσως. Οι άλλοι πολιορκήθηκαν και παραδόθηκαν».

Στο ίδιο εδάφιο αναφέρεται και η προηγούμενη σύγκρουση μεταξύ των Μινυών και των Θηβαίων. Οι Μινύες του Ορχομενού είχαν νικήσει παλαιότερα τους Θηβαίους και τους ανάγκασαν να δίνουν εκατό βόδια τον χρόνο σαν φόρο για διάστημα είκοσι χρόνων. Αργότερα ο Ηρακλής έκοψε τα αφτιά και τις μύτες των Ορχομενίων που πήγαιναν να πάρουν τον ετήσιο φόρο, τους έδεσε και τους έστειλε πίσω στον Ορχομενό. Στον πόλεμο που επακολούθησε οι Θηβαίοι νίκησαν κατά κράτος και υποχρέωσαν τους Ορχομενίους να τους δίνουν τον διπλάσιο φόρο.


Μεσσηνιακοί πόλεμοι

Μετά την περίοδο των «σκοτεινών αιώνων» (1150-750 π.Χ.), η αιματοχυσία ξανάρχισε. Τα ελληνικά φύλα αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο ανεξάρτητων πόλεων, που, άλλοτε μόνες τους και άλλοτε σε πρόσκαιρες συμμαχίες, συγκρούονταν αδιάλειπτα σε πολέμους περιορισμένης διάρκειας, έντασης και σημασίας, αλλά, παρ’ όλα αυτά, αιματηρούς και καταστροφικούς. Εκατοντάδες συγκρούσεις στον μητροπολιτικό χώρο και στις αποικίες (Αιγαίο, παράλια Μικράς Ασίας, Νότια Ιταλία και Σικελία) συνέχισαν τις αιματοχυσίες αποβλέποντας όλοι στην ηγεμονική επικυριαρχία. Την εποχή αυτή ο θεσμός της πόλης-κράτους είχε αποκτήσει ολοκληρωτική υπόσταση και οι αντιπαραθέσεις πήραν τη νέα τους μορφή με βασικά συνθήματα τη δημοκρατία και την ολιγαρχία.

Οι Λακεδαιμόνιοι με τη βοήθεια Κορινθίων και μισθοφόρων τοξοτών από την Κρήτη επιχείρησαν εισβολές κατά του Άργους και των οχυρωμένων μεσσηνιακών πόλεων. Οι Μεσσήνιοι, βοηθούμενοι από Αρκάδες, Αργείους και Σικυώνιους, αντιστάθηκαν για είκοσι χρόνια. Παραστατική εικόνα της αντιπαλότητας και των προκαταρκτικών της σύγκρουσης των αντιπάλων έχει καταγράψει ο Παυσανίας ως εξής: «Μόλις οι αρχηγοί των αντιπάλων έδωσαν το σύνθημα, οι Μεσσήνιοι όρμησαν τρέχοντας κατά των Λακεδαιμονίων, χωρίς να λογαριάζουν τη ζωή τους, σαν άνθρωποι που μέσα στην αγανάκτησή τους επιθυμούσαν τον θάνατο. Έσπευδε καθένας να αρχίσει αυτός πρώτος τη μάχη. Ορμητική επίσης αντεπίθεση έκαναν και οι Λακεδαιμόνιοι, που φρόντισαν όμως να διατηρήσουν την τάξη τους. Όταν οι αντίπαλοι πλησίασαν, άρχισαν να μεταχειρίζονται απειλές κραδαίνοντας τα όπλα και απειλώντας ο ένας τον άλλο». Μετά άρχιζε η σύγκρουση.

Σε μια από τις φονικές μάχες που έγιναν στον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο (746-726 π.Χ.), καταγράφεται η διάλυση του στρατού των Λακεδαιμονίων. Οι απώλειές τους ήταν τόσο μεγάλες, ώστε επιτράπηκε στις χήρες γυναίκες και στα κορίτσια της Σπάρτης να παντρευτούν Περίοικους και Είλωτες, για να δημιουργήσουν νέο στρατό. Ωστόσο οι Μεσσήνιοι νικήθηκαν και πολλοί από αυτούς εκπατρίστηκαν καταφεύγοντας στο Άργος, τη Σικυώνα και άλλες αρκαδικές πόλεις. Αλλά και στους δυο άλλους πολέμους (685-668 και 464-458 π.Χ.) χύθηκε πολύ αίμα.

Το 669 π.Χ. επίσης, όταν οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν ανεπιτυχώς στην Αργολίδα, έγιναν μεγάλες σφαγές εκατέρωθεν. Μεγάλες απώλειες είχαν οι Σπαρτιάτες και στη σύγκρουσή τους με τους Φιγαλείς και τους Τεγεάτες. Δεκάδες συγκρούσεις, αποστασίες και επαναστάσεις στις πελοποννησιακές πόλεις είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία εμπειροπόλεμων στρατών, αλλά με φόρο τις τοπικές αιματοχυσίες. Στην αρχαιότερη ναυμαχία μεταξύ Ελλήνων το 660 π.Χ. (Κορίνθιοι εναντίον Κερκυραίων), οι Βακχιάδες της Κορίνθου χάνουν και ο Κύψελος τους σφαγιάζει αναλαμβάνοντας την εξουσία. Το 625 π.Χ. ο Περίανδρος νικάει στην Ιλλυρική Επίδαμνο τους Κερκυραίους και στέλνει 300 αιχμάλωτα παιδιά στις Σάρδεις για ευνουχισμό. Μεγάλη αιματοχυσία έγινε και στον Ληλάντιο Πόλεμο (700-650 π.Χ.) μεταξύ Ερετριέων και Χαλκιδέων. Με τους πρώτους συντάχθηκαν οι Μιλήσιοι και με τους δεύτερους οι Θεσσαλοί και οι Σάμιοι. Αναφέρεται ότι οι Ερετριείς, που τελικά έχασαν τον πόλεμο, συγκέντρωσαν 3.000 οπλίτες, 600 ιππείς και 60 άρματα.

Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, που λυμαινόταν τις ελληνικές θάλασσες από το 532 π.Χ., ανέλαβε την εξουσία κατασφάζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους κατά τη διάρκεια θυσίας στο Ηραίο.

Η προσπάθεια των Σπαρτιατών να κυριαρχήσουν στην Πελοπόννησο έλαβε νέα τροπή μετά τη νίκη του Κλεομένη το 519 π.Χ. κατά του μοναδικού ισχυρού αντιπάλου, του Άργους. Ο Κλεομένης εξαπάτησε τους Αργείους με μια εικονική επιδρομή στη Θυρεάτιδα και τους αιφνιδίασε στη Σητεία, κοντά στην Τίρυνθα. Στη μάχη αυτή οι Αργείοι έχασαν 5.000 ή 6.000 άνδρες και τις γειτονικές πόλεις. Για την καταστροφή αυτή των Αργείων γράφει ο Παυσανίας:

«Στη σύγκρουση με τον Κλεομένη, τον γιο του Αναξανδρίδη, και τους Λακεδαιμόνιους, συνέβη να ατυχήσουν οι Αργείοι σε βαθμό απερίγραπτο. Άλλοι έπεσαν στη μάχη κι άλλοι που κατέφυγαν στο άλσος του Άργου καταστράφηκαν κι αυτοί. Οι πρώτοι θανατώθηκαν καθώς έβγαιναν μετά τη συμφωνία και οι υπόλοιποι, όταν κατάλαβαν ότι είχαν απατηθεί, έμειναν και κάηκαν μαζί με το άλσος».

Ο ίδιος σε άλλο σημείο του έργου του τονίζει την υστερία που καταλάμβανε τον Κλεομένη στις συγκρούσεις:

«...ο Κλεομένης νίκησε στη μάχη. Πέντε περίπου χιλιάδες ηττημένοι Αργείοι κατέφυγαν σε ένα άλσος, ιερό του Άργου, του γιου της Νιόβης, που ήταν κοντά. Ο Κλεομένης, ο οποίος συχνά έβγαινε από τα λογικά του, διέταξε τους Είλωτες να βάλουν φωτιά στο άλσος, και η φλόγα έκαψε το άλσος και μαζί με αυτό κάηκαν και οι ικέτες».


Μίλητος: Αλώνισαν τα παιδιά

Στη δεκαετία 590-580 π.Χ. η εμφύλια αιματοχυσία στη Μίλητο δείχνει τον αγριότερο εαυτό της. Πάνω στη μεγαλύτερη ακμή της, η πόλη χωρίστηκε σε δυο πολιτικούς συλλόγους (συντεχνίες), που είχαν τα ονόματα «πλούτις» και «χειρομάχα» (Γέργιθες). Ο πρώτος αντιπροσώπευε τους αριστοκράτες (πλούσιους, γαιοκτήμονες και εφοπλιστές) και ο δεύτερος τους δημοκράτες (εργάτες, αγρότες και ακτήμονες). Σε ένα απόσπασμα από το έργο του Ηρακλείδη του Ποντικού «Περί Δικαιοσύνης», που διέσωσε ο Αθήναιος, γίνεται λόγος για τη σφαγή αυτή:

«Η πολιτεία των Μιλησίων έπαθε πολλές συμφορές εξαιτίας της ευδαιμονίας και των πολιτικών αντιπαραθέσεών της. Οι αδιάλλακτοι ξεπάστρεψαν τους εχθρούς τους. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, που τους έλεγαν Γέργιθες, αρχικά νίκησαν οι δεύτεροι. Μετά τις συλλήψεις που επακολούθησαν, εξόρισαν τους μεγάλους, ενώ τα παιδιά τους τα συγκέντρωσαν και τα οδήγησαν στα αλώνια. Εκεί τα αφάνισαν με τον πιο παράνομο θάνατο (τα αλώνισαν σαν στάχυα). Αργότερα, όταν επικράτησαν οι πλούσιοι, τους συνέλαβαν όλους και τους έκαψαν μαζί με τα παιδιά τους... γι’ αυτό ο θεός, για μεγάλο χρονικό διάστημα τους έδιωχνε από το μαντείο του και, όταν ρωτούσαν για ποια αιτία διώχνονται, είπε: “Με ενδιαφέρει το φονικό των ανήμπορων Γεργίθων, ο θάνατος των αλειμμένων με πίσσα και καμένων”»2.


Θεσσαλοί εναντίον Φωκέων

Ηγεμονικές βλέψεις είχαν και οι Θεσσαλοί, που από τον 7ο αιώνα π.Χ. δημιούργησαν τον πολυαριθμότερο ελληνικό στρατό. Ο λεγόμενος πρώτος Ιερός Πόλεμος, τους έδωσε την ευκαιρία να ανακατευτούν στις εμφύλιες συγκρούσεις. Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., οι αμφικτύονες κάλεσαν τους Θεσσαλούς, τους Σικυώνιους και τους Αθηναίους να τιμωρήσουν τους τρομοκράτες Κιρραίους και τους Αμφισσείς γιατί καταπάτησαν περιοχή του ιερού των Δελφών. Μετά από δεκάχρονη πολιορκία, η πόλη καταλήφθηκε και καταστράφηκε με μια τακτική χημικού πολέμου. Κατά μαρτυρία του Παυσανία, ο Σόλων έριξε ένα δηλητηριώδες φυτό της περιοχής (ελλέβορο) στα υδροφόρα κανάλια των Κιρραίων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν από την ακατάσχετη διάρροια.

Η κατάληψη φωκικών πόλεων από τους Θεσσαλούς ήταν και η αιτία να γίνουν αργότερα άλλοι δυο Ιεροί Πόλεμοι. Στην πρώτη σύγκρουση, οι ενωμένοι Φωκείς διέλυσαν το αήττητο μέχρι τότε θεσσαλικό ιππικό και ανάγκασαν τους Θεσσαλούς σε άτακτη υποχώρηση. Στη δεύτερη, οι Θεσσαλοί κατέσφαξαν το επίλεκτο σώμα τριακοσίων Φωκέων. Στην αποφασιστική μάχη που ακολούθησε, οι Φωκείς νίκησαν αντλώντας δύναμη από το ολοκαύτωμα που γνώριζαν ότι θα επακολουθούσε. Πράγματι αυτοί, προετοιμαζόμενοι για τη μάχη, αποφάσισαν να πέσουν μέχρις ενός και να θανατώσουν τα γυναικόπαιδα. Γι’ αυτό τα συγκέντρωσαν σε ένα μέρος μαζί με τεράστιες ποσότητες ξυλείας και είπαν στους φρουρούς να τα κατακάψουν σε περίπτωση που νικήσουν οι Θεσσαλοί.


Μετά τα περσικά

Στο διάστημα των ελληνοπερσικών συγκρούσεων, οι ελληνικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν και πολέμησαν κατά του κοινού εχθρού, εκτός από μερικές εξαιρέσεις. Δεν έλειψαν όμως και οι περιπτώσεις αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλήνων, όπως στη ναυμαχία της Σαλαμίνας όπου οι Σάμιοι ολιγαρχικοί πολέμησαν στο πλευρό των Περσών.

Αργότερα, η ίδρυση της αθηναϊκής συμμαχίας και οι βλέψεις των Αθηναίων για την ελληνική ηγεμονία προκάλεσαν ένα νέο κύκλο αίματος, που έμελλε να συνεχιστεί μέχρι το λυκόφως του ελληνισμού.

Στην αποστασία της Θάσου (465 π.Χ.), ο αθηναϊκός στρατός, που συνοδευόταν από 10.000 αποίκους, συγκρούστηκε με τα τοπικά φύλα και είχε φοβερές απώλειες.

Μεγάλες απώλειες υπήρξαν και στα αντιλακωνικά κινήματα της Πελοποννήσου. Στις συγκρούσεις Σπαρτιατών κατά των Αρκάδων και, τον ίδιο χρόνο, Αργείων και Τεγεατών κατά των Σπαρτιατών (471 π.Χ.), τις αιματοχυσίες συνόδεψε η ολοκληρωτική ισοπέδωση των Μυκηνών από τους Αργείους. Τις σφαγές επίσης του Γ’ Μεσσηνιακού Πολέμου (478-459 π.Χ.) ακολούθησε καταστροφικός σεισμός με περισσότερους από 20.000 νεκρούς Σπαρτιάτες. Μάλιστα, τη χρονιά του σεισμού (464 π.Χ.), οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν στην Αττική.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στη μάχη της Οινόης, οι Αργείοι και οι Αθηναίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες κατά κράτος. Αν και οι λεπτομέρειες της σύγκρουσης δεν είναι γνωστές, ο αριθμός των στρατευμάτων θα πρέπει να ήταν σημαντικός. Αυτό προκύπτει από τα πλούσια αναθήματα των νικητών στους Δελφούς και από την εικονογράφηση της Ποικίλης Στοάς με σκηνές της μάχης.

Τον επόμενο χρόνο, Σπαρτιάτες, Κορίνθιοι, Επιδαύριοι και Αιγινήτες συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, στα Μέγαρα, στην Αίγινα και στους Αλιείς (σημερινό Πόρτο Χέλι). Οι Αθηναίοι νίκησαν, αλλά οι απώλειες ήταν μεγάλες και από τις δυο πλευρές.

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν με την προσχώρηση των Θηβαίων, των Φωκέων και των Οπουντίων Λοκρών στο πλευρό των Πελοποννησίων, και του θεσσαλικού ιππικού στο πλευρό των Αθηναίων. Στη μάχη της Τανάγρας (καλοκαίρι του 457 π.Χ.) αντιπαρατάχθηκαν οι μεγαλύτεροι μέχρι τότε ελληνικοί στρατοί που αριθμούσαν 30.000 άνδρες περίπου.

Οι πληροφορίες για τη μάχη είναι περιορισμένες και σε μερικά σημεία αντιφατικές. Συμφωνούν όμως στο ότι η μάχη ήταν εξαιρετικά σφοδρή, ότι οι δυο παρατάξεις πολέμησαν με μεγάλο φανατισμό και ότι οι απώλειες ήταν βαρύτατες και για τις δυο πλευρές. Δύο φάλαγγες οπλιτών στον κανονικό σχηματισμό τους, με συμπαγείς στίχους και ζυγούς, συντεταγμένες σε βάθος οκτώ ανδρών και ανεπτυγμένες στην πεδιάδα σε πλάτος δύο σχεδόν χιλιομέτρων, είχαν εμπλακεί σε μάχη οπλιτών, σώμα με σώμα.

Η σύγκρουση, που κράτησε δύο μέρες, ήταν σφοδρή και αμφίρροπη, με τελική επικράτηση των Πελοποννησίων. Ακολούθησε και δεύτερη σύγκρουση στα Οινόφυτα μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών με συντριπτική ήττα των τελευταίων.

H πενταετής ανακωχή των εμπλεκομένων δεν κατασίγασε τα πάθη του αλληλοσπαραγμού. Στη Μίλητο, σε νέο εμφύλιο μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, όπου χύθηκε πολύ αίμα, επικηρύχθηκε το γένος των Νηλειδών με εκατό στατήρες.

Σε άλλες τοπικές συγκρούσεις, των ίδιων παρατάξεων, στην Εύβοια, την Ακαρνανία, την Κέρκυρα, τα Μέγαρα, τη Σικυώνα και σε άλλες πόλεις, η αιματοχυσία συνεχιζόταν. Την εποχή αυτή, τέλος, του 446 π.Χ., οι αντίπαλες συμμαχίες αναγκάστηκαν να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης για τριάντα χρόνια (τις λεγόμενες «τριακοντούτεις σπονδές»).


Εξόντωση αιχμαλώτων στη Σάμο

Ωστόσο, σε άλλες πόλεις οι σφαγές συνεχίζονταν. Στην αποστασία της Σάμου (441 π.Χ.), οι ολιγαρχικοί, με τη βοήθεια 700 μισθοφόρων που στρατολόγησαν από τις ακτές της Ιωνίας, κατέσφαξαν τους δημοκρατικούς. Οι Αθηναίοι, ποτέ δεν ξέχασαν το μίσος με το οποίο πολέμησαν κατά των Ελλήνων οι Σάμιοι τριήραρχοι Θεμίστωρ και Φύλακος και οι ολιγαρχικοί τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τώρα ήταν ευκαιρία να το ανταποδώσουν. Έτσι, στην πολιορκία που επακολούθησε, οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Σάμιου ιστορικού Δούρι, σημάδευαν τα σώματα των αιχμαλώτων με καυτή σφραγίδα που είχε την εικόνα αθηναϊκού πλοίου και μετά τους έκοβαν το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού χεριού για να μην μπορούν να χρησιμοποιούν το ακόντιο. Άλλους πάλι, τους μετέφεραν στη Μίλητο και, αφού τους έδεσαν πάνω σε σανίδες και τους άφησαν αρκετές μέρες νηστικούς, τους σκότωσαν με ρόπαλα. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι οι Σάμιοι ολιγαρχικοί σημάδευαν τους Αθηναίους αιχμαλώτους με σφραγίδα που έφερε το σήμα της κουκουβάγιας.

Με το πέρασμα των χρόνων, οι αντιπαραθέσεις γίνονταν όλο και πιο βίαιες. Τα επακόλουθα ήταν ιδιαίτερα καταστροφικά στα χρόνια της μεγάλης σφαγής του Πελοποννησιακού Πολέμου.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. Αναλυτικά για τους Νηλείδες και τις συγκρούσεις τους στην Πελοπόννησο, βλέπε την εργασία του Κ. Ψαλτήρα στην «Ιστορία Εικονογραφημένη» τεύχος 323 ,σελ. 84-89 Μάιος 1995.

2. Ενδιαφέροντα στοιχεία για τις βιαιότητες στους αιχμαλώτους πολέμου δημοσιεύτηκαν και στο τεύχος 133 του περιοδικού με τίτλο «Οι Αιχμάλωτοι στην Αρχαιότητα», σελ. 102-110, τον Ιούλιο του 1979.



ΠΗΓΕΣ:


Θουκυδίδης «Ιστορίες» - Ξενοφών «Ελληνικά» - Παυσανίας «Ελλάδος Περιήγησις» - Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη» - Πλούταρχος «Σόλων», «Αλκιβιάδης», «Λυκούργος», «Γυναικών Αρεταί», «Περικλής» και «Θεμιστοκλής» - Αθήναιος «Δειπνοσοφιστές» - Πολύαινος «Στρατηγήματα» - Έφορος «Αποσπάσματα».

Καταστροφή μνημείων από αρχαίους Έλληνες θρησκευτές

Το 307 π.Χ. οι Αθηναίοι μετά την εκδίωξη τού Δημητρίου τού Φαληρέως, γκρέμισαν 360 αγάλματά του κατά τον Πλίνιο, και έλυωσαν τα μεταλλικά, και τα έκαναν ακόμα και δοχεία νυκτός ("κατέσπασαν και κατεχώνευσαν ένιοι δε και προστιθέασιν και εις αμίδας" Γεωγραφικά C398. Naturalis Historia, XXXIV, 12).
Κατά τον Δίωνα τον Χρυσόστομο, οι ανδριάντες που καταστράφηκαν ήταν 1500. Την ίδια τύχη είχαν και οι ανδριάντες τού Φιλίππου τού Μακεδόνος, τού πατρός τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τους γκρέμισαν και με αυτούς έφτιαξαν ουροδοχεία. "Ετόλμησαν δε και Φιλίππου τής Μακεδονίας αμίδας κατασκευάσαι. Αθηναίοι μεν ουν τής εικόνος ούρον κατέχεον, εκείνοι δε τής πόλεως αίμα και τέφραν και κονίαν (Κορινθιακά 41).

Το 498 π.Χ. (Ηρόδοτος: Ιστορίαι,, Ερατώ 19) κατά την διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης ο αρχαιότερος βωμός και ο ναός των Ιώνων, που είναι αφιερωμένος στον Απόλλωνα, ο οποίος ονομάζεται στην Μίλητο και «Διδυμαίος», καταστρέφεται, οι θησαυροί του καταλήγουν στους Πέρσες και οι λιγοστοί επιζώντες σύρονται αιχμάλωτοι στα Σούσα ενώ κατά άλλη εκδοχή το ιερό καταστράφηκε από τον Ξέρξη, αλλά προ της καταστροφής οι Βαγχίδες παραδίδουν τους θησαυρούς στους Πέρσες [προδοσία ιερού και χρηματισμός -λάδωμα Περσών για μη θανάτωση;] και καταφεύγουν σε περιοχή της Κεντρικής Ασίας για να αποφύγουν τις συνέπειες της άνευ όρων ιεροσυλίας (Αριστοφάνης: Λυσσιστράτη [Σχόλια] 1283 και Στράβων: Γεωγραφικά, xiv, 634). Ο οικισμός των βραγχιδών εντοπίζεται στην βακτρία, στην διαδρομή από τα Βάκτρα προς την Ταρμίτα, πριν από τον ποταμό Ώξο και παρά την παράδοση του στον Μ. Αλέξανδρο το 329 π.Χ., όπως καταγράφει ο Κούρτιος, η ευθύνη για την τύχη του παραδίδεται στους Μιλήσιους μισθοφόρους [είτε σήμερα είτε τότε τις βρωμοδουλειές πάντα οι μισθοφόροι.] του εκστρατευτικού σώματος, οι οποίοι για τον εξιλασμό της ιεροσυλίας, και παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι δεν μιλούσαν πλέον με άνεση Ελληνικά [παρά τα ξόανα βλέπετε δεν είχαν μείνει Έλληνες], εξόντωσαν τους πάντες και ανέσκαψαν τον οικισμό, καταστρέφοντας τα πάντα [τους εκπολίτισε ο υιός του θεού Δία!!!!! μην το ξεχνάμε αυτό.] (Quintus Curtius: Historiae Alexandrii, xii, 28 – vii, 35) ( Νεοεθνικό περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 37, άρθρο «Οιωνοσκοπία, η διάγνωση του μέλλοντος, σελίδες 44 – 45).

Ο Ξέρξης κατά την εισβολή στην Ελλάδα, στο πέρασμά του πυρπόλησε ή λεηλάτησε όλα τα μνημεία και καλλιτεχνήματα. Κατά την κάθοδό του προς τη Βοιωτία και την Αττική, ένα τμήμα τής στρατιάς του στάφηκε προς τους Δελφούς για λαφυραγωγία. (Ηρόδοτος Η΄ 34) "Πλούσιον θυσαυροίσι και αναθήμασι πολλοίσι κατεσκευασμένον...και τούτο το ιερόν συλήσαντες ενέπρησαν". (Ηρόδοτος Η' 33). Στην Αθήνα οι Πέρσες εσύλησαν όλους τους ναούς και πυρπόλησαν την Ακρόπολη "το ιερόν συλήσαντες ενέπρησαν πάσαν την Ακρόπολιν" (Ηρόδοτος Θ΄ 53). Ο Μαρδόνιος εγκαταλείποντας την Αττική, πυρπόλησε την Αθήνα και κατεδάφισε ό,τι είχε απομείνει όρθιο από τα τείχη, τα ιερά και τις κατοικίες. "υπεξεχώρεε εμπρήσάς τε Αθήνας και εί κού τι ορθόν ήν τών τειχέων ή τών οικημάτων ή τών ιερών (Ηρόδοτος Θ΄ 13). Γιατί όμως όλες αυτές οι καταστροφές από τους Πέρσες; Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι κατστροφές Ελληνικών μνημείων και έργων τέχνης αποτελούσαν Περσική ΕΚΔΙΚΗΣΗ για τον εμπρησμό τού ναού τής Κυβήβης κατά την άλλωση τών Σάρδεων από τους Έλληνες τής Ιωνίας το 499 π.Χ.

Κατά τον Φωκικό πόλεμο (348 π.Χ.) οι Φωκιείς μετά την ήττα τους από τους Θηβαίους, κατέφυγαν ικέτες στον ναό τού Αββαίου Απόλλωνος. Αλλά οι Θηβαίοι τους έκαψαν μαζί με το ιερό και τα έργα τέχνης, για δεύτερη φορά μετά τους Μήδους (Παυσανίας Χ, 35,3).

Μετά τον πόλεμο των Ηλείων κατά τών Λακεδαιμονίων, ο Ναός της Ήρας στην Ολυμπία έπαθε ζημιές στη στέγη. (Παυσανίας 5.20.4-5).

Διόμισυ περίπου αιώνες μετά τις Περσικές καταστροφές, ο Μέγας Αλέξανδρος παραδίδει στις φλόγες τα ανάκτορα και τα μνημεία τής Περσέπολης. Οι συνθήκες τής καταστροφής ήταν οι εξής:

Ο Μέγας Αλέξανδρος (ο εκπολιτιστής τής Ασίας), γλεντοκοπούσε στην Περσέπολη, όπως ιστορεί ο Διόδωρος Σικελιώτης, εορτάζοντας τη νίκη μαζί με αυλικούς και πόρνες που ακολουθούσαν το εκστρατευτικό σώμα στην Ασία. Κι ενώ διασκέδαζαν "εν κραιπάλη", "και δη ποτε τών εταίρων ευωχουμένων και τού μεν πότου προβαίνοντος, τής δε μέθης προϊούσης" μια εταίρα από την Αττική, η Θαϊς, καλεί τον Αλέξανδρο να βγουν όλοι έξω, και να κάψουν τα παλάτια με τα περίφημα Περσικά μνημεία. Η πρόταση τους ενθουσίασε "δια την μέθην αλόγως μετεωριζομένους". Σχημάτισαν Διονυσιακή πομπή "επινίκιον κώμον Διονύσω" με πυρσούς, αυλούς, σύριγγες και τραγουδίστριες. Και επικεφαλής ο Αλέξανδρος με τη Θαϊδα, την εταίρα. "Προήγεν ο βασιλεύς επί τον κώμον καθηγουμένης τής πράξεως Θαϊδος τής εταίρας". Πρώτος ο Αλέξανδρος πετάει την αναμένη δάδα "αύτη δε μετά τον βασιλέα πρώτη την δάδα καιομένην ηκόντισε εις τα βασίλεια". Και αμέσως τα περίλαμπρα κτίρια, τα μνημεία τής πρωτεύουσαν και τα καλλιτεχνήματα τυλίχθηκαν στις φλόγες "ο περί τα βασίλεια τόπος κατεφλέχθη δια το μέγεθος τής φλογός". (ΙΖ΄ 72).

To 219 π.Χ., οι Αιτωλείς, με επικεφαλής τον Σκόπα, εισβάλλουν στη Μακεδονία, κυριεύουν το Δίον, παραδίδουν στο πυρ τις στοές γύρω από τον ναό, και ανατρέπουν όλους τους ανδριάντες. «Ενέπρησε τας στοάς τας περί το τέμενος και τα λοιπά διέφθειρε των αναθημάτων, έτρεψε δε τας εικόνας των βασιλέων απάσας (Πολύβιος, Ιστορίαι, Δ΄ 62, 2-3).

Τον ίδιο χρόνο, (219 π.Χ.), ο στρατηγός των Αιτωλών Δωρίμαχος, πυρπόλησε το ιερό της Δωδώνης, κατέστρεψε τα αναθήματα, και «κατέσκαψε την ιεράν οικίαν». (Πολύβιος, Ιστορίαι, Δ΄ 67,3).

Με τη σειρά τους οι Μακεδόνες (υπό τον Φίλιππο Ε΄), εισβάλλουν στο Θέρμον και επιδίδονται σε χειρότερες βαρβαρότητες. Μετά τη λεηλασία της περιοχής, πυρπόλησαν τις στοές των ναών και κατέστρεψαν τα αφιερώματα, που ήταν πολύτιμα έργα εξαιρετικής τέχνης. «όντα πολυτελή ταις κατασκευαίς και πολλής επιμελείας ένια τετευχότα και δαπάνης». Ξεθεμελίωσαν τα κτίρια, γκρέμισαν τα αγάλματα που υπολογίζονταν σε δύο χιλιάδες, και προχώρησαν στον θρυμματισμό τους, εκτός από εκείνα που στο βάθρο είχαν εγχάρακτα τα ονόματα των θεών, από ευλάβεια ή φόβο. «Ανέτρεψαν δε τους ανδριάντας όντας ουκ ελάττους δισχιλίων» (Πολύβιος Ιστορίαι, Ε΄ 9). Όλα αυτά έγιναν με εντολή του Φιλίππου και των συνεργατών του «τους περί αυτόν φίλους», που πίστευαν ότι ενεργούν «δικαίως και καθηκόντως». Κατά τον Μεγαλοπολίτη ιστορικό, η καταστροφές αυτές, δεν αποτελούν βάρβαρες πράξεις «αναγάζουσιν οι του πολέμου νόμοι και τα τούτου δίκαια». (Πολύβιος Ιστορίαι, Ε΄ 11, 3).

Το 201 π.Χ., ο Φίλιππος εισβάλλει στη Μ. Ασία, κυριεύει την Πέργαμο όπου ηγεμόνευε ο Άτταλος Α΄, και με λυσσώδη οργή «λυττώντι τω θυμώ», (όπως γράφει το Πολύβιος), καταστρέφει μνημεία και έργα τέχνης. «Εις τα των θεών έδη και τεμένη διετίθετο την οργήν» Δεν αρκείται όμως στον εμπρησμό και την κατακρήμνιση των ναών, των βωμών και των αγαλμάτων. Κατασυντρίβει και τους λίθους για να μην ξαναχτιστούν τα ξεθεμελιωμένα ιερά. «προς το μηδέν ανασταθήναι των κατεφθαρμένων. Πελέκησε ακόμα και τα ιερά άλση. (Πολύβιος Ιστορίαι ΚΑ΄ 1).

Το 200 π.Χ., ο Φίλιππος πάλι, κατέστρεψε και τα έργα τέχνης της Αττικής κατά την εισβολή του. Όπως κατήγγειλαν οι Αθηναίοι στο συνέδριο των Αιτωλών (στο Θέρμον), θρήνισαν για τον χαλασμό του τόπου τους, για τον αφανισμό της σοδειάς, την κατεδάφιση των σπιτιών και τη λαφυραγωγία. Αλλά εκείνο που τους συγκλόνισε και τους εξαγρίωσε, γράφει ο Λίβιος, ήταν οι βέβηλες και ανίερες πράξεις του Μακεδόνα μονάρχη. Το γκρέμισμα των μνημείων, η βεβήλωση των ιερών, η καταπάτηση κάθε θείου και ανθρώπινου νόμου. «Κατέστρεψε τα προγονικά ιερά που στόλιζαν και τον μικρότερο δήμο (της Αττικής), πυρπόλησε ΟΛΟΥΣ τους ναούς, ακρωτηρίασε τα αγάλματα των θεών που κατάκεινται σήμερα ανάμεσα στις γκρεμισμένες πύλες των ναών» (Λίβιος Τίτος Ρωμαϊκή ιστορία ΧΧΧΙ, 30).

Στα τέλη της αρχαϊκής εποχής, μετά τον οστρακισμό του τυραννόφιλου Ίππαρχου Χάρμου, οι Αθηναίοι έλειωσαν τον ανδριάντα του, κατασκεύασαν μεταλλική στήλη και χάραξαν επάνω τον νόμο κατά των εχθρών της πόλης (Λίβιος Ρωμαϊκή ιστορία ΧΧΧΙ,44). Για τους ίδιους λόγους, με αξίωση των δημοκρατικών πολιτών, καταστρέφεται το άγαλμα του τελευταίου βασιλιά της Κυρηναϊκής Αρκεσίλαου Δ΄, υποτελούς των Περσών.

Μετά τη μάχη των Πλαταιών, οι Έλληνες αφιέρωσαν στον δελφικό Απόλλωνα ένα χρυσό τρίποδα τοποθετημένο πάνω σε χάλκινο κίονα με τρικέφαλο περιελισσόμενο δράκοντα. Γράφει ο Ηρόδοτος: «Ο τρίπους ο χρύσεος ανετέθη ο επί του τρικαρήνου όφιος του χαλκέου επιστεώς άγχιστα του βωμού» (ΙΧ, 81). Και ο Παυσανίας γράφει: «Εν κοινώ δε ανέθεσαν από έργου του Πλαταιαίσιν οι Έλληνες χρυσούν τρίποδα δράκοντι επικείμενον χαλκώ». «Τον είδα με τα μάτια μου!» Γράφει ο περιηγητής. «… έλειπε όμως ο χρυσός τρίποδας». Τον είχαν αρπάξει «οι Φωκέων ηγεμόνες» (Χ, 13,9). Στη βάση της κολώνας, ο στρατηγός των Σπαρτιατών Παυσανίας, χάραξε ένα αλαζονικό επίγραμμα με το όνομά του «Ελλήνων αρχηγός, επεί στρατόν ώλεσε Μήδων, Παυσανίας Φοίβω μνήμ ανέθηκε τόδε». Αυτό εξόργισε τους άλλους Έλληνες, που έσβησαν το όνομά του, και χάραξαν τα ονόματα των πόλεων που πολέμησαν κατά των Περσών εισβολέων, μια και οι Σπαρτιάτες χάριν της ειδωλολατρικής θρησκείας δεν πολέμησαν κατά των Περσών.

Παραμονές της εκστρατείας στη Σικελία, στην Αθήνα με διοργανωτή των βανδαλισμών (πιθανότατα) τον Αλκιβιάδη, λαϊκή εξέγερση καταστρέφει τις ορθογώνιες μαρμάρινες στήλες με το κεφάλι τού Ερμή στην κορυφή. «Περιεκόπησαν τα πρόσωπα» γράφει ο Θουκιδίδης. Τις στήλες αυτές, τις τοποθετούσαν στις αυλόπορτες των σπιτιών και στους ναούς. «Και εν ιδίοις προθύροις και εν ιερείς» (ΣΤ΄ 27,28).

Το 356 π.Χ. ο Ηρόστρατος «ενέπρησε» τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και ισχυρίσθηκε ότι με την πράξη του αυτή φιλοδοξούσε να κερδίσει την αθανασία (Κυριάκου Σιμόπουλου η λεηλασία και η καταστροφή των Ελληνικών αρχαιοτήτων» Εκδόσεις Στάχυ Αθήνα 2003, σελ. 116).

Ο Διαγόρας ο Μήλιος, ο επικαλούμενος Άθεος, (σοφιστής και ποιητής), χρησιμοποίησε ως καύσιμη ύλη ένα ξύλινο άγαλμα του Ηρακλή. Και καθώς το ξόανο καιγόταν, έλεγε ο Διαγόρας: «Έλα, κάνε τώρα τον δέκατο τρίτο άθλο σου και βράσε το ζουμί στη χύτρα μου!». Ήταν επικηρυγμένος από τους Αθηναίους το 416 π.Χ. με τεράστιο ποσό (ενός ταλάντου) επειδή ήταν άθεος, και καταδικάστηκε σε θάνατο το 415 π.Χ. (Αριστοφάνη Όρνιθες, στ. 1071 – 1072).

Οι Έλληνες της Σικελίας, αγανακτισμένοι από τα εγκλήματα του Ρωμαίου επάρχου Verres που απογύμνωσε όλες τις πόλεις από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, ανέτρεψαν όλους τους ανδριάντες του, όπως μαρτυρεί ο Κικέρων. (Actio ΙΙ, 154). Οι κάτοικοι του Ταυρομενίου, ανέτρεψαν το άγαλμα του Verres και άφησαν το βάθρο για καταισχύνη. Στην αγορά της Τυνδαρίδος, γκρέμισαν το άγαλμά του, και άφησαν από το άλογο πάνω στο οποίο βρισκόταν. Στις Συρακούσες το ίδιο, ανατράπηκαν όλα του τα αγάλματα.

Σε άλλη περίπτωση, μόλις ο ανθύπατος της Μακεδονίας L. Calpurnius Piso έφυγε από την επαρχία, ο λαός της πόλης γκρέμισε τα αγάλματά του σε ένα άγριο ξέσπασμα οργής. (Κικέρων, In L. Pisonem, XXXIV).

Μερικοί οχλοκρατικοί βανδαλισμοί Ελλήνων ειδωλολατρών κατά μνημείων, που διασώθηκαν επειδή καταγράφηκαν, (μόνο στους Ελληνιστικούς χρόνους), είναι τουλάχιστον 60. (Dieter Metzler, Bildersturme und Bilderfeindlichkeit in der Antike (στο Martin Warnke, Bildersturm. Die Zesturung des Kunstwerks, Frankfurt 1988, σ. 15).

Όλα αυτά τα στοιχεία, τα καταγράψαμε για να δείξουμε πόσο λάθος κάνουν όσοι Νεοειδωλολάτρες αρχαιοελληνοεθνικόπληκτοι κατηγορούν τους Χριστιανούς για καταστροφές αρχαίων ειδωλολατρικών μνημείων. Αν οι ίδιοι οι ειδωλολάτρες τα κατέστρεφαν, που τα πίστευαν και τα λάτρευαν, σε τι είναι χειρότεροι από αυτούς οι Χριστιανοί, που στο κάτω – κάτω όλα αυτά τα θεωρούσαν είδωλα;

Ίσως κάποιος εδώ να παρατηρήσει, ότι οι περισσότερες από αυτές τις καταστροφές, (οι περισσότερες, όχι όλες), έγιναν κατά ανδριάντων Τυράννων, από αγανακτισμένο όχλο που οι Τύραννοι αυτοί είχαν ταλαιπωρήσει για χρόνια. Όμως και εδώ, όσοι το λένε αυτό ως δικαιολογία, ξεχνούν, ότι και οι Χριστιανοί βασανίστηκαν, διώχθηκαν και σκοτώθηκαν για τρεις συνεχόμενους αιώνες, από τους Τυράννους αυτοκράτορες των ειδωλολατρών, και μπροστά στα αγάλματα των δαιμονικών θεών τους. Τι πιο φυσιολογικό λοιπόν, όταν οι Χριστιανοί ελευθερώθηκαν από αυτή τη φριχτή καταπίεση τριών αιώνων, από την τυραννία των ειδωλολατρών και των δαιμονικών θεών τους, να ξεσπάσουν πάνω στους ανδριάντες ανθρώπων και δαιμόνων;

Και πολύ περισσότερο, οι αρχαίοι Ειδωλολάτρες, κατέστρεφαν ΟΛΟΥΣ των ανδριάντες των τυράννων τους. Οι Χριστιανοί ΜΟΝΟ τους λατρευτικούς, και σπανίως όσα αγάλματα ήταν για στόλισμα. Μάλιστα, πολλά από αυτά τα αγάλματα, τα διατήρησαν, και τα θαύμαζαν σε πλήθος πόλεων για την τέχνη τους, για πολλούς αιώνες. Για παράδειγμα το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, έργο του Φειδία, δεν καταστράφηκε, όπως δεν καταστράφηκαν και τα ιερά του χώρου. Αντίθετα το άγαλμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για τη διακόσμηση της πρωτεύουσας του κράτους! (όπως είχε μεταφερθεί εκεί και το άγαλμα του Απόλλωνα, και πλήθος άλλων αγαλμάτων). Άρα το πρόβλημα ήταν η λατρεία των ειδώλων, και όχι η τέχνη. Αυτό που απορρίφθηκε, δεν ήταν η επιστήμη η τέχνη και η διανόηση, αλλά το ειδωλικό Πάνθεο, «ό,τι εις δαίμονας φέρει», κατά την επισήμανση του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου (Επιτ. Εις τον Μ. Βασίλειον, κεφ. 11).